(κακοῦ κακὰ δωρητῆρος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δωρητῆρες — δωρητήρ giver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητῆρος — δωρητήρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)